παρέσυραν

παρέσυραν
παρέσῡραν , παρασύρω
sweep away
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ευνίκη ή Ευνείκη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες. 2. Νύμφη των πηγών, από εκείνες που παρέσυραν τον Ύλα, τον φίλο του Ηρακλή. 3. Συνοδός του Θησέα κατά τη μετάβασή του στην Κρήτη για να εξοντώσει τον Μινώταυρο …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λατίνοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Κατοικούσαν στην περιοχή Latium vetus, η οποία αντιστοιχεί στην περιφέρεια που ορίζεται από τον κάτω ρου του Τίβερη, από τα όρη Κορνικολάνι και Πρενεστίνι και από τους Αλβανούς Λόφους. Πιθανολογείται ότι… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Ντρέιφους, Αλφρέ — (Alfred Dreyfus, Μιλούζ 1859 – Παρίσι 1935). Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, που κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία το 1894 και αθωώθηκε, έπειτα από μακρές περιπέτειες, το 1906 (ορθή προφορά: Ντρεφίς). Περισσότερο από την προσωπική περίπτωση, η… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Σουρινάμ — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τη Bραζιλία, στα Δ με τη Δημοκρατία της Γουιάνας και στα Α με τη Γαλλική Γουιάνα.Tο Σουρινάμ, πρώην ολλανδική αποικία, από το 1954 αποτελεί αυτόνομο μέλος των Kάτω Xωρών. Βρέχεται στο βόρειο τμήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”